- ίδρυμα
- Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας θέλησης (διαθήκη). Απαιτείται οπωσδήποτε να εγκριθεί με προεδρικό διάταγμα, το οποίο της αναγνωρίζει και τη νομική προσωπικότητα. Ο σκοπός, η περιουσία και το καταστατικό ορίζονται στην ιδρυτική πράξη, αλλά μπορούν να συμπληρωθούν από το σχετικό διάταγμα ή και να τροποποιηθούν αργότερα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς όμως να μεταβληθεί η θέληση του διαθέτη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά τα δημόσια ή κοινωφελή ι., για τα οποία τα ελληνικά Συντάγματα περιέλαβαν ιδιαίτερες απαγορευτικές διατάξεις που επανέλαβε και ο Αστικός Κώδικας (άρθρο 121). Για την ανάκληση της ιδρυτικής πράξης, στις περιπτώσεις όπου αυτή επιτρέπεται (άρθρο 111 Α.Κ.), απαιτείται άδεια του δικαστηρίου.
Εκδήλωση του Ιδρύματος Καραμανλή (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (ΑΜ ἵδρυμα) [ιδρύω] οικοδόμημα, κτίσμανεοελλ.οργανισμός που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό ίδρυμα»)αρχ.1. ναός, ιερό («ἵδρυμα θεῶν», Ηρόδ.)2. άγαλμα («ἵδρυμα δαιμόνων», Αισχύλ.)3. φρ. (για αρχηγούς) «τὸ ἵδρυμα πόλεως» — το στήριγμα τής πόλης (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.